Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ



 


Αββά Δωροθέου

έργα ασκητικά

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ

ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ



Ε' Διδασκαλία

 61.- Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο των Παροιμιών, διδάσκεται ότι: Οι άνθρωποι που δεν έχουν ισχυρή και συνετή διακυβέρνηση πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα. Η δε σωτηρία εξασφαλίζεται μετά από φρόνιμη και θεόπνευστη καθοδήγηση (Παροιμ. ΙΑ', 14). Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια, αδελφοί μου, βλέπετε τι μας διδάσκει η Αγ. Γραφή. Μας κάνει προσεκτικούς να μην εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας, να μην τους θεωρούμε συνετούς, να μην πιστεύουμε ότι μπορούμε να κυβερνούμε τον εαυτό μας. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που, μετά από το Θεό, θα μας κυβερνούν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο άθλιο και πιο ευκολοθήρευτο για τον εχθρό από εκείνους που δεν έχουν κάποιο καθοδηγητή στο δρόμο του Θεού. Γιατί λέει, εκείνοι που δεν έχουν κάποιον να τους κατευθύνει, πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα; Το φύλλο όταν πρωτοβγαίνει είναι πάντα χλωρό, τρυφερό, όμορφο. Μετά σιγά-σιγά ξεραίνεται και πέφτει και τελικά περιφρονείται σαν κάτι άχρηστο και ποδοπατιέται. Έτσι είναι και ο άνθρωπος που δεν έχει κάποιον να τον τιμονέψει. Στην αρχή έχει πολύ ζήλο και διάθεση να νηστεύει, ν' αγρυπνεί, να μένει στην ησυχία, στην υπακοή, να κάνει πολλά ακόμα καλά και αξιέπαινα πράγματα. Μετά όμως, μόλις σιγά-σιγά σβήσει ο πρώτος εκείνος ζήλος, επειδή δεν έχει κάποιον να τον κατευθύνει, να τον ενισχύει και να του ανάβει περισσότερο τον πρώτο εκείνο ζήλο, ξεραίνεται λίγο-λίγο, χωρίς να το καταλαβαίνει, και πέφτει στα χέρια των δαιμόνων και αιχμαλωτίζεται άπ' αυτούς και τον κάνουν πια ό,τι θέλουν.

 Για εκείνους όμως που αναφέρουν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τον εαυτόν τους και που κάνουν το καθετί με πολλή σκέψη και μελέτη, λέει: Η σωτηρία κατορθώνεται με πολλή βουλή. Δεν λέει με πολλή βουλή, σαν να έπρεπε κανείς να συμβουλεύεται τον καθένα, αλλά για να τονίσει ότι για όλα πρέπει να ζητάει συμβουλή -απ' αυτόν, βέβαια, που οφείλει να έχει εντελώς εμπιστευθεί τον εαυτόν του. Και όχι άλλα μεν να κρύβει άλλα δε να λέει, αλλά τα πάντα ν' αναφέρει και για όλα να ζητάει συμβουλή. Σ' αυτόν εφαρμόζεται ακριβώς το σωτηρία υπάρχει ευ πολλή βουλή.

 62.- Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν αναφέρει όλα τα σχετικά με τον εαυτόν του, και μάλιστα, αν κάποιος έχει μια κακή συνήθεια ή αν έχει ανατραφεί άσχημα, βρίσκει ο διάβολος μέσα του ένα κακό θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιώντας το σαν όπλο, τον κατακτάει. Γιατί όταν ο διάβολος βλέπει κάποιον που δεν θέλει ν' αμαρτήσει, δεν είναι τόσο ανόητος, στην προσπάθεια του να σκαρώσει το κακό, ώστε να τον υποκινήσει να κάνει κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι είναι αμαρτία. Δεν του λέει: Πήγαινε πόρνευσε, ούτε του λέει: Πήγαινε κλέψε. Ξέρει ότι δεν θέλουμε αυτά να τα κάνουμε - και δεν ανέχεται βέβαια να μας υποκινεί σ' όσα δεν θέλουμε - αλλά μας βρίσκει, όπως είπα, να έχουμε ένα θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιώντας το, με τρόπο που φαίνεται φυσικός, μας πειράζει. Γι' αυτό πάλι η Παλαιά Διαθήκη λέει: Ο πονηρός κάνει το κακό όταν προσεταιριστεί κάποιο δικαίωμα του άνθρωπου και κρυφτεί πίσω άπ' αυτό (Παροιμ. ΙΑ ', 15). Ο πονηρός είναι ο διάβολος. Τότε δε έχει τη δύναμη να κάνει το κακό, όταν ενώσει με την κακία του κάποιο δικαίωμα, δηλαδή, το δικαίωμα μας. Τότε έχει περισσότερη δύναμη, τότε κάνει περισσότερο κακό, τότε περισσότερο δραστηριοποιείται. Γιατί, όταν μένουμε δεμένοι με το θέλημά μας και ρυθμίζουμε τη ζωή μας με βάση τα δικαιώματα μας, τότε, έχοντας την εντύπωση ότι κάνουμε κάτι καλό, προετοιμάζουμε άθελά μας το κακό μας και χανόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Γιατί, πως μπορούμε να γνωρίσουμε το θέλημα του Θεού ή να το ζητήσουμε μ' όλη μας τη δύναμη, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και επιμένοντας στο θέλημά μας;

 63.- Γι' αυτό ο αββάς Ποιμήν έλεγε: Το θέλημα είναι χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό. Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια. Και πάλι πρόσθεσε, λέγοντας: Το θέλημά μας είναι πέτρα που την πετάμε εναντίον του Θεού, γιατί το θέλημα μας ακριβώς εναντιώνεται και αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού. Εάν όμως ο άνθρωπος εγκαταλείψει τ ο θέλημά του, τότε μπορεί να λέει: Με τη Χάρη και τη δύναμη του Θεού μου θα ξεπεράσω αυτό το τείχος. Του Θεού μου ο δρόμος είναι καθάριος και ευθύς (Ψαλμ. 17, 30-31). Πάρα πολύ επιτυχημένα το τοποθέτησε. Γιατί, τότε βλέπει κανείς το δρόμο του Θεού χωρίς ψόγο και κηλίδα, όταν αρνηθεί το θέλημά του. Όταν όμως ταυτιστεί με το θέλημα του δεν βλέπει το δρόμο του Θεού ευθύ και καθαριο2. Αλλά, αν συμβεί και του πει κάποιος ένα λόγο για να τον προφυλάξει, αμέσως τον κατηγορεί, τον βρίζει, τον αποστρέφεται, προσπαθεί να τον ανατρέψει μ' επιχειρήματα. Γιατί, πως είναι δυνατόν ν' ανεχθεί κάποιον, ή να θελήσει ν' ακούσει κάποια συμβουλή, εκείνος που θέλει να γίνεται μόνο το θέλημα του;

 Στη συνέχεια λέει ο Γέροντας και για το δικαίωμα: Εάν συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα, δεν μπορεί να προχωρήσει σωστά ο άνθρωπος. Αλλοίμονο! Πόσο συμφωνούν μεταξύ τους τα λόγια των αγίων! Ιδιαίτερα το να συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα είναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγά­λος φόβος. Τότε πέφτει εντελώς ο άθλιος άνθρωπος. Γιατί, ποιος μπορεί να κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να παραδεχτεί ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα άπ' αυτόν το δικό του συμφέρον; Τότε αφήνεται έρμαιο στην πορεία του λογισμού και στη συνέχεια, ο εχθρός τον οδηγεί από πτώση σε πτώση. Γι' αυτό λέει η Παλαιά Διαθήκη: Ο πονηρός κακοποιεί όταν συμμίξει δικαίωμα. Μισεί δε ήχον ασφαλείας (Παροιμ. ΙΑ', 15) .

 64.- Και λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι μισεί ήχον ασφαλείας, επειδή ο πονηρός δεν μισεί μόνον την πνευματική ασφάλεια, αλλά ούτε τη λέξη ασφάλεια δεν μπορεί ν' ακούσει. Ακόμη και αυτή την προφορά της λέξεως μισεί, πράγμα που σημαίνει ότι μισεί καθετί που γίνεται για την ασφάλεια. Να, τι θέλω να πω: Πριν ακόμα κάνει κάτι αυτός που θέλει να ρωτήσει για την πνευματική του ωφέλεια, πριν ακόμα μάθει ο εχθρός αν τελικά θα μπορέσει ή όχι να τηρήσει αυτό που θα ακούσει, μισεί ακόμα ,και αυτήν την ίδια την πρόθεση να ρωτήσει και να ακούσει σχετικά με το συμφέρον της ψυχής του.

 Και αυτήν ακόμα την ίδια τη φωνή, αυτό το άκουσμα των πνευματικών λόγων το μισεί και το αποστρέφεται. Και εξηγώ για ποιο λόγο. Ξέρει καλά, ότι με τον τρόπο αυτόν, όταν δηλαδή ρωτάει κανείς και συμβουλεύεται και απασχολείται με λόγια ωφέλιμα και πνευματικά, γίνεται πολύ περισσότερο φανερή η μοχθηρία και η κακοήθεια του. Και τίποτα άλλο δεν μισεί και δεν φοβάται περισσότερο όσο το ν' αποκαλύπτεται η αλήθεια γι' αυτόν. Γιατί δεν μπορεί πια να κάνει το κακό, όπως εκείνος θέλει. Γιατί αν η ψυχή ασφαλίζεται αναφέροντας τα πάντα και την συμβουλεύσει κάποιος, που κατέχει καλά αυτά τα θέματα, λέγοντας της: Αυτό κάνε, εκείνο μην το κάνεις, αυτό είναι καλό, αυτό δεν είναι, αυτό είναι δικαίωμα, αυτό είναι θέλημα ή δεν είναι καιρός ακόμα γι' αυτό το πράγμα η τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, τότε δεν μπορεί να βρει ο διάβολος πρόφαση να της κάνει κακό, ούτε βρίσκει τρόπο να την κάνει να πέσει, επειδή, όπως είπα, πάντοτε έχει καθοδήγηση και είναι από παντού ασφαλισμένη και εκπληρώνεται σ' αυτήν ο λόγος η σωτηρία βρίσκεται εν πολλή βουλή. Ο δε πονηρός δεν το θέλει αυτό, αλλά το μισεί. Γιατί θέλει πάντα να κάνει το κακό και είναι περισσότερο ευχαριστημένος μ' αυτούς που δεν έχουν καμιά βοήθεια και διαποίμανση. Γιατί; Επειδή πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα.

 65.- Δες, εκείνον τον αδελφό αγαπούσε ο πονηρός, για τον οποίο έλεγε στον αββά Μακάριο: Έχω έναν αδελφό που όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη. Αυτούς αγαπάει, μ' αυτούς πάντοτε χαίρεται, μ' όσους δηλαδή δεν έχουν διαποίμανση, μ' αυτούς που δεν παραδίνουν τον εαυτό τους σε κάποιον που να έχει τη δυνατότητα, μετά το Θεό, να τους βοηθήσει και να τους απλώσει χέρι να σωθούν. Γιατί μήπως δεν πήγε τότε σ' όλους τους αδελφούς εκείνος ο δαίμονας, που τον είδε ο Άγιος να βαστάει όλα εκείνα τα αγγεία με τα παρασκευάσματα; Μήπως δεν τους πείραξε όλους; Άλλ' ο καθένας άπ' αυτούς, όταν καταλάβαινε το πλησίασμά του, έτρεχε και ανέφερε τους λογισμούς του και εύρισκε βοήθεια στον καιρό του πειρασμού και έτσι δεν είχε δύναμη επάνω τους ο πονηρός. Μόνον αυτόν τον άθλιο εύρισκε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μην έχει από κανέναν βοήθεια και τον είχε παιχνιδάκι και έφευγε ευχαριστώντας τον και λέγοντας κατάρες για τους άλλους. Φυ­σικά, όταν είπε στον άγιο Μακάριο το θέμα και το όνομα του αδελφού και πήγε γρήγορα σ' αυτόν ο άγος, βρήκε ότι αυτή ήταν η αιτία της απωλείας του. Τον βρήκε να μην θέλει να ομολογήσει, τον βρήκε να μην έχει συνηθίσει ν' αναφέρει όλους τους λογισμούς του, και γι' αυτό τον έστρεφε όπου ήθελε ο εχθρός. Γι' αυτό και όταν τον ρώτησε ο Αγιος: Τι γίνεται μ' εσένα αδελφέ; είπε: Με τις ευχές σου, είμαι καλά. Και όταν πάλι του είπε: Δεν σε πολεμάνε οι λογισμοί; απάντησε: Ειλικρινά, είμαι καλά. Και δεν ήθελε τίποτα να ομολογήσει, μέχρις ότου, με πολλή τέχνη, τον έπεισε ο άγιος να ομολογήσει όλα τα σχετικά με τον εαυτό του. Έτσι, αφού τον στήριξε με το λόγο του Θεού και τον ασφάλισε από τις παγίδες του πονηρού, γύρισε πίσω στον τόπο του. Ήρθε λοιπόν πάλι, σύμφωνα με τη συνήθεια του ο εχθρός, με σκοπό να τον ξαναρίξει στην αμαρτία, και βρέθηκε σε δυσάρεστη αμηχανία. Γιατί τον βρήκε στηριγμένο, τον βρήκε να μην ξεγελιέται πια. Έφυγε λοιπόν άπρακτος, έφυγε ντροπιασμένος και άπ' αυτόν. Γι' αυτό, όταν τον ρώτησε πάλι ο Αγιος: Τι γίνεται εκείνος ο αδελφός, ο φίλος σου; δεν τον ονόμασε πια φίλο, αλλά εχθρό, και τον καταράστηκε λέγοντας: Και αυτός χάλασε και ούτε αυτός δεν με πιστεύει, αλλά έγινε πιο άγριος άπ' όλους.

 66.- Να, γιατί μισεί ο εχθρός κάθε άκουσμα που ασφαλίζει από το κακό. Επειδή πάντοτε θέλει την καταστροφή μας. Να, γιατί αγαπάει όσους έχουν για οδηγό τον εαυτό τους. Επειδή γίνονται συνεργάτες με τον διάβολο, προετοιμάζοντας μόνοι τους την καταστροφή τους. Εγώ δεν γνώρισα άλλη πτώση μοναχού, από εκείνη που προκύπτει από την εμπιστοσύνη στο λογισμό του. Μερικοί λένε: Απ' αυτή την αιτία πέφτει ο άνθρωπος ή από εκείνη. Εγώ όμως, όπως είπα, δεν γνωρίζω να μπορεί να προξενηθεί σε κανέναν καμιά άλλη πτώση, για κανέναν άλλο λόγο, εκτός άπ' αυτόν. Είδες κάποιον να πέσει στην αμαρτία; Μάθε ότι εμπιστεύτηκε στο λογισμό του. Τίποτε δεν είναι βαρύτερο και πιο ολέθριο από την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.

 Με σκέπασε με τη Χάρη Του ο Θεός και πάντοτε φοβόμουνα αυτόν τον κίνδυνο. Όταν βρισκόμουν στο κοινόβιο τα ανέφερα όλα στο Γέροντα, τον αββά Ιωάννη. Γιατί ποτέ, όπως είπα, δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι, χωρίς να έχω την ευλογία του. Και μερικές φορές μου έλεγε ο λογισμός: Αυτό δεν θα σου πει ο Γέροντας; Τι θέλεις τώρα να τον ενοχλήσεις; Και έλεγα στο λογισμό: Ανάθεμα σε σένα και στη διάκρισή σου και στη σοφία σου και στη φρονιμάδα σου και στη γνώση σου, γιατί ό,τι ξέρεις το ξέρεις από τους δαίμονες. Και πήγαινα και ρώταγα το Γέροντα και μερικές φορές μου απαντούσε όπως είχα προηγουμένως σκεφθεί και τότε μου έλεγε ο λογισμός: Τι έγινε λοιπόν; Να, σου είπε αυτό που σου είχα πει και εγώ. Δεν ενόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο το Γέροντα; Και απαντούσα στο λογισμό: Ναι, αλλά τώρα είναι ευλογημένο, τώρα προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το δικό σου είναι πονηρό, είναι δαιμονικό, είναι γεμάτο εμπάθεια.

 Και έτσι ποτέ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ν' ακολουθήσει το λογισμό του, χωρίς να έχω ρωτήσει γι' αυτό σχετικά. Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, η ψυχή μου ήταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα, μέχρι σημείου που να στενοχωριέμαι γι' αυτό το θέμα, όπως ακριβώς και άλλοτε νομίζω ότι σας είπα. Γιατί άκουγα ότι πρέπει να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις και έβλεπα πως εγώ δεν είχα καμιά θλίψη και φοβόμουνα και βρισκόμουνα σε απορία, επειδή δεν ήξερα την αιτία της τόσης αναπαύσεως, μέχρις ότου μου είπε ο Γέροντας: Μη στενοχωριέσαι. Καθένας που μπαίνει κάτω άπ' την υπακοή των Πατέρων, τέτοια ανάπαυση και αμέριμνη ζωή έχει.

 67.- Φροντίστε και σεις να ρωτάτε για όλα, αδελφοί μου, και να μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ανάπαυση έχει όποιος το εφαρμόζει. Αλλ' επειδή σάς είπα ότι ποτέ δεν δοκίμασα θλίψη, ακούστε και σχετικά μ' αυτό, τι μου συνέβη κάποτε. Ενώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, στο κοινόβιο, μια φορά, αισθάνθηκα μεγάλη και αφόρητη λύπη και ένιωθα τόσο κόπο και στενοχώρια, σαν να επρόκειτο να παραδώσω την ψυχή μου. Προερχόταν δε εκείνη η θλίψη από δαιμονική ενέργεια - πάντοτε βέβαια ένας τέτοιος πειρασμός προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων. Είναι μεν πολύ βαρύς, αλλά δεν διαρκεί πολύ, κάνει τον άνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς να βρίσκει παρηγοριά πουθενά και από κανέναν, αλλά το καθετί να του προκαλεί στενοχώρια και πνιγμό. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται η Χάρη του Θεού στην ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δεν θα μπορούσε ν' αντέξει. Βρισκόμουν λοιπόν, όπως είπα, σε τέτοιου είδους πειρασμό και σε τέτοια στενοχώρια. Μια μέρα λοιπόν, καθώς στεκόμουν έξω από την εκκλησία του μοναστηρίου καταθλιμμένος και παρακαλώντας γι' αυτό το θέμα το Θεό, ξαφνικά προσέχω μέσα στην εκκλησία και βλέπω κάποιον, που έμοιαζε με επίσκοπο και που φορούσε μηλωτή, να μπαίνει στο ιερό. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν πλησίαζα ξένο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ή χωρίς ευλογία, αλλά σαν κάτι να μ' έσπρωξε τότε, μπαίνω πίσω του. Και στάθηκε γι αρκετή ώρα, έχοντας σηκωμένα τα χέρια του στον ουρανό και εγώ στεκόμουν πίσω του πολύ φοβισμένος και προσευχόμενος. Γιατί με φόβισε πολύ η θωριά του. Αφού δε τελείωσε την προσευχή του, γυρίζει κι έρχεται σ' εμένα και καθώς με πλησίασε αισθάνθηκα να φεύγει η λύπη και η δειλία από πάνω μου. Μετά στάθηκε μπροστά μου, άπλωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο στήθος μου και με κτύπησε με τα δάκτυλα του λέγοντας: Μ' εγκαρτέρηση πολλή, περίμενα τη βοήθεια και την προστασία του Κυρίου, χωρίς να πάψω να ελπίζω σ' Αυτόν. Και με πρόσεξε και άκουσε τη δέηση και την παράκλησή μου. Και μ' έβγαλε από το λάκκο της ταλαιπωρίας, και από τη λάσπη του βούρκου, που δεν μπορούσα να πατήσω στερεά. Και στήριξε όρθια τα πόδια μου, στερεώνοντάς τα σε ασάλευτη πέτρα, και μ' οδήγησε να πορευτώ σε ευθύ και απλανή δρόμο. Και έβαλε στο στόμα μου καινούριο τραγούδι, έναν ύμνο που ταιριάζει στο Θεό μας (Ψαλμ. 39, 1-4). Και είπε όλους τους στίχους του ψαλμού από τρεις φορές, κτυπώντας, όπως είπα, το στήθος μου και ύστερα βγήκε έξω. Και αμέσως ήρθε στην καρδιά μου φως, χαρά, παρηγοριά, γλυκύτητα και έγινα άλλος άνθρωπος. Καθώς λοιπόν βγήκα τρέχοντας πίσω του, θέλοντας να τον βρω, δεν τον βρήκα, αλλά χάθηκε από εμπρός μου. Από εκείνη την ώρα, με τη Χάρη και το Έλεος του Θεού, δεν μου συνέβη πια να ενοχληθώ ούτε από λύπη, ούτε από δειλία, αλλά μέχρι τώρα με σκέπασε ο Θεός με τις ευχές εκείνων των αγίων Γερόντων.

 68.- Σάς τα είπα αυτά, αδελφοί μου, επειδή ήθελα να σάς δείξω πόση ανάπαυση και ξεγνοιασιά και κάθε ασφάλεια έχει αυτός που δεν εμπιστεύεται στο λογισμό του, αλλά αφήνει κάθε σχετικό με τον εαυτόν του στα χέρια του Θεού και σ' αυτούς που, μετά το Θεό, μπορούν να τον καθοδηγήσουν. Συνηθίστε λοιπόν και σεις, αδελφοί μου, να ρωτάτε. Συνηθίστε να μην εμπιστεύεστε στον εαυτό σας. Είναι ωφέλιμο πράγμα. Είναι ταπείνωση, είναι ξεκούραση, είναι χαρά. Ποιος ο λόγος να κατατσακίζεται κανείς άδικα; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη σωτηρία παρά μόνο αυτός.

 Ίσως όμως σκεφθεί κανείς ότι, αν δεν έχει το κατάλληλο πρόσωπο για να ρωτήσει, τι πρέπει να κάνει; Πραγματικά, αν θελήσει κανείς ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού με όλη του την καρδιά, ποτέ μα ποτέ δεν θα τον αφήσει ο Θεός, αλλά με κάθε τρόπο θα τον οδηγεί σύμφωνα μ' αυτό. Πραγματικά, αν στρέψει κανείς την καρδιά του στο θέλημα του Θεού, ακόμα και μικρό παιδί μπορεί να φωτίσει ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά Του. Αν όμως δεν ζητάει κανείς ειλικρινά το θέλημα του Θεού, ακόμα και αν πάει να συμβουλευτεί Προφήτη, σύμφωνα με την αμαρτωλή καρδιά του θα δώσει ο Θεός πληροφορία στην καρδιά του Προφήτη για να του απαντήσει στην απορία του, όπως λέει η Αγία Γραφή: Αν πλανηθεί και μιλήσει ο Προφήτης, εγώ ο ίδιος ο Κύριος επλάνησα τον Προφήτην εκείνον (Ίεζ. 14, 9).

 Γι' αυτό πρέπει μ' όλη μας τη δύναμη να στρέψουμε τον εαυτό μας στο θέλημα του Θεού και να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Αλλά, και αν ακόμα πρόκειται και για καλό πράγμα και πληροφορηθούμε από κάποιον άγιο ότι πράγματι είναι καλό, έχουμε υποχρέωση να το θεωρούμε μεν καλό, να μην πιστεύουμε όμως ότι και το εφαρμόζουμε σωστά και όπως ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά να κάνουμε μεν ό,τι μπορούμε, να συμβουλευόμαστε όμως και για τον τρόπο που θα έπρεπε να το εκτελέσουμε. Και όταν το εκτελέσουμε, πάλι να ρωτάμε αν το κάναμε σωστά. Και όταν ακόμα τα εφαρμόζουμε όλα αυτά, ούτε τότε να ξεγνοιάζουμε, αλλά να περιμένουμε και την κρίση του Θεού, όπως ακριβώς και ο άγιος εκείνος αββάς Αγάθων, όταν τον ρώτησαν: Και συ φοβάσαι, πάτερ; απάντησε: Εγώ έκανα ότι μπορούσα αλλά δεν είμαι σίγουρος, ότι το έργο μου άρεσε στο Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι. Ο Θεός να μας φυλάξει από τον κίνδυνο που απειλεί εκείνους που έχουν εμπιστοσύνη στο λογισμό τους και να μας αξιώσει να κρατηθούμε στο δρόμο των Πατέρων μας.



Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

22  ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2010

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΟΙ ΕΓΓΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ




Το πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

ΟΛΑ πρέπει νὰ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὅλα πρέπει νὰ καταλήγουν
στὸ Θεό.Ὅταν δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἀρχίζει ἡ περιπλάνηση,
ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὰ δυσάρεστα καὶ τραγικὰ
ἀποτελέσματα. Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι σπάνιο. Εἶναι ὁ γενικὸς κανόνας,
ἐνῶ ἐξαίρεση ἀποτελοῦν οἱ λιγοστοὶ συνειδητοὶ χριστιανοί.
Ἡοὐσιαστικὴ σύνδεση μὲ τὸΘεὸ εἶναι ἀναγκαία στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δί-
νει προσανατολισμό, ξέρει πιὰ ποὺ πρέπει νὰ πάει, δὲν ταλαιπωρεῖται ἀνω-
φελῶς καὶ δὲν ταλαντεύεται. Οἱ δυσκολίες βέβαια πάντα ὑπάρχουν ἀλλὰ
καὶ οἱ τρόποι, γιὰ νὰ τὶς ξεπερνάει δὲν θὰ τοῦ εἶναι ἄγνωστοι. Δὲν ἀπο-
γοητεύεται καὶ δὲν βιώνει τὴν ἀνεπιθύμητη μοναξιά, τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖ
προσευχόμενος, ἀλλὰ καὶ ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.Ἡ Ἐκ-
κλησία γι᾽ αὐτὸν εἶναι τὸ σπίτι του, εἶναι ὁ τόπος συνάντησης μὲ τὸ Θεό,
εἶναι ἡ τράπεζα τῆς πνευματικῆς του τροφῆς, εἶναι τὸ χειροπιαστὸ κομμά-
τι τοῦ μελλοντικοῦ παραδείσου ἢ καλύτερα ἐκεῖ προγεύεται τὴ μακαριότη-
τα τοῦΠαραδείσου.Ὅλα τὰ ἄλλα γι᾽ αὐτὸν ἔχουν σχετικὴ ἀξία καὶ δὲν τὸν
συγκινοῦν ἰδιαίτερα.Μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ χωρὶς αὐτά.Δὲν εἶναι κάθετα ἀρ-
νητικός, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τοὺς δίνει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ ἔχουν.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίψει τὸΘεό, ἀμέσως στρέφεται κάπου ἀλλοῦ.
Σὲ κάτι ποὺ τὸ βλέπει, τὸ ἀκουμπάει, τὸ ἀκούει ἢ τὸ γεύεται.Ἔτσι ἀπο-
δέχεται ὡς ὑπέρτατη ἀξία τὴ «μητέρα» φύση, τὴν ὁποία ἀπολαμβάνει φι-
ληδόνως καὶ συγχρόνως μιλάει γιὰ τὴν προστασία της καὶ δραστηριο-
ποιεῖται ἄλλοτε μὲ τρόπο δυναμικὸ καὶ ἄλλοτε μὲ τρόπο παιδαριώδη. Γί-
νεται φυσιολάτρης καὶ οἰκολόγος καὶ πιστεύει ὅτι ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ
εἶναι ἡ καλύτερη. Στὴν ἐποχή μας ἔχουμε πολλοὺς τέτοιους ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι θορυβοῦν μὲ τὴν παράξενη συμπεριφορά τους. Πρόκειται γιὰ
ὑλιστὲς καὶ ἄθεους, ποὺ δὲν ἔχουν κανένα πνευματικὸ ἐνδιαφέρον.
Ἄλλος ἐπίσης στρέφεται στὸν πολιτισμὸ καὶ ἀναγνωρίζει στὴν τέχνη
ἰδιότητες, ποὺ δὲν ἔχει. Πιστεύει ὅτι μέσῳ τῆς τέχνης ἡ ζωή του παίρνει
νόημα, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ διάφορα συμπλέγματα, ποὺ τὸν ταλαιπω-
ροῦν καὶ ἀρέσκεται νὰ συνομιλεῖ καὶ γενικὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ ὁμοϊδεάτες
του, ζώντας τὸ μύθο τῆς τέχνης. Ἐπειδὴ ὁ πολιτισμὸς προϋποθέτει με-
ρικὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουν ὅλοι, γι᾽ αὐτὸ καὶ πολλοὶ στρέφονται
σὲ ὁμάδες ἀνθρώπων ἢ σὲ διάφορα πράγματα καὶ ἀναζητοῦν τὴ χαμένη
ἀξία, ποὺ τόσο ἔχουν ἀνάγκη. Πάντα ὅμως ὁδηγοῦνται στὴν ἀπογοήτευ-
ση, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ πράγματα δὲν εἶναι σωτηριώδεις ἀξίες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς σύνδεσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, οἱ
ἄλλες περιπτώσεις εἶναι ἀπογοητευτικές. Εἶναι σὰν νὰ ἀνταλλάσσεις ἕνα
χρυσὸ νόμισμα μὲ ἕνα ἀργυρὸ ἢ χάλκινο, ὅπως ἔλεγε ὁἍγιος Νικόλαος
Βελιμίροβιτς.
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσει νὰ ὑπενθυμίσει στοὺς σύγχρονους ἀνθρώ-
πους τὴν ὑπέρτατη ἀξία, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, θὰ δεχτεῖ σφοδρὲς ἐπιθέσεις
ἀπὸ τοὺς οἰκολόγους, τοὺς καλλιτέχνες καὶ τοὺς ἄθεους.Δυστυχῶς, ὅλοι
αὐτοὶ ἔχουν κοσμικὴ δύναμη καὶ διαθέτουν ὅλα τὰ μέσα, γιὰ νὰ τὸν χτυ-
πήσουν καὶ νὰ τὸν ἐξουδετερώσουν. Βέβαια, τὰ ἀποτελέσματα δὲν εἶναι
πάντα ὑπὲρ αὐτῶν. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μὲ
τὸν ἱερὸ ζῆλο καὶ τὴν ἀφοσίωσή του εἶναι ἱκανότερος ἀπὸ ἑκατὸ νερό-
βραστους οἰκολόγους, καλλιτέχνες καὶ ὀπαδοὺς διαφόρων ὁμάδων κο-
σμικῶν ἀνθρώπων. Γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητεύονται οἱ χριστιανοὶ
οὔτε καὶ νὰ βάζουν νερὸ στὸ κρασί τους. Νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ βρά-
χο τῆς πίστεως κι ἂς χτυποῦν τὰ κύματα τῶν κοσμικῶν καὶ ἀθέων.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Τα απρόοπτα στην ζωή μας

Όμως διαρκώς συμβαίνουν στην ζωή μας απρόοπτα. Έρχεσαι στο μοναστήρι για να βρης πνευματική ζωή, και συναντάς κακούς. Είναι απρόοπτο. Ζητάς κελλί από την πλευρά του μοναστηριού που δεν έχει υγρασία, το αποκτάς, διαπιστώνει όμως ότι η θάλασσα σου προκαλεί αλλεργία, οπότε δεν μπορείς να χαρής ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα.

Αμέσως θα σου πη ο λογισμός, σήκω να φύγης. Είναι απρόοπτο.

Σε πλησιάζω με την ιδέα ότι είσαι καλός άνθρωπος και βλέπω ότι είσαι ανάποδος. Απρόοπτο.

Παρουσιάζονται συνεχώς απρόοπτα ενώπιόν μας, διότι έχομε θέλημα και επιθυμίες. Τα απρόοπτα είναι αντίθετα προς το θέλημα και την επιθυμία μας, γι’ αυτό και μας φαίνονται απρόοπτα, στην ουσία όμως δεν είναι.

Διότι άνθρωπος που αγαπά τον Θεόν προσδοκά τα πάντα και λέγει πάντοτε «γενηθήτω το θέλημά σου». Θα έρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; « Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».

Επειδή αυτά κοστίζουν στην σαρκικότητά μας, γι’ αυτό εμείς τα βλέπομε ως απρόοπτα.

Για να μην ταράσσεσαι λοιπόν κάθε φορά και στεναχωριέσαι, για να μην αγωνιάς και προβληματίζεσαι, να τα περιμένης όλα, να μπορής να υπομένης ό,τι έρχεται.

Πάντα  να λες, καλώς ήλθες αρρώστια, καλώς ήλθες αποτυχία, καλώς ήλθες μαρτύριο. Αυτό φέρνει την πραότητα, άνευ της οποίας δεν μπορεί να υπάρχη καμία πνευματική ζωή.


Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Λόγοι Ασκητικοί-Περί Αρετών

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Ο αββάς Σισώης έλεγε, ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή στο Θεό και ο αγώνας να βάζουμε τον εαυτό μας πιο κάτω από κάθε άνθρωπο.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

" Αγαπάς με;"

 Από το Αγιορείτικο Βήμα
Δευτέρα, 21 Οκτώβριος 2013 16:09  synaxari-synaxari.blogspot.gr

«Αγαπάς με;» (Ιωάν. κα΄, 15). Η ερώτηση που ετέθη από τον Ιησού στον Σίμωνα Πέτρο ισχύει και για τον καθένα μας. Είναι η ουσιαστική ερώτηση. Η απάντηση που θα δώσω προσδιορίζει τη σχέση μου με το Σωτήρα.

 Θα τολμήσω να πω με τον Πέτρο: «Κύριε, Συ πάντα οίδας, Συ γινώσκεις ότι φιλώ Σε» (Ιωάν. κα΄, 17). Μα τόσο συχνά η ζωή μου, τα έργα μου, αναιρούν μια παρόμοια βεβαίωση. Να ομολογήσω ταπεινά ότι δεν έχω αυτήν την αγάπη; Να πω με απλότητα, ίσως και με ειλικρίνεια: «Όχι, Κύριε, δεν Σ’ αγαπώ»; Μια τέτοια όμως ριζική άρνηση δεν είναι σωστή. 

 Διότι, ακόμη και στις χειρότερες πτώσεις μου, η ανάμνηση του Λυτρωτού, η μορφή Του, δεν σβήνουν εντελώς από την ψυχή μου. Δεν παύουν να με τραβούν. Περίπλοκη κατάσταση του αμαρτωλού, που ακόμη και στο βάθος της αθλιότητός του, κι όταν δεν έχει τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά του, στρέφει με πόθο το κεφάλι προς τον Ιησού πλημμυρισμένος από τη νοσταλγία της ενώσεως μαζί Του.

 Η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω είναι: «Κύριε, γνωρίζεις τα πάντα. Γνωρίζεις ότι θα ήθελα να σ’ αγαπώ. Δος μου την αγάπη Σου»…

 «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. ιδ΄, 15). Τρομερή φράση. Με καταδικάζει. Το να τηρούμε το λόγο του Ιησού σημαίνει: να εφαρμόζουμε τα παραγγέλματά Του. Το νόημα της φράσεως, το νόημα το πιο φυσικό, θα ήταν: το δείγμα της αυθεντικής αγάπης για τον Ιησού είναι μια ζωή σύμφωνη με τα παραγγέλματά Του.

 Ένα άλλο νόημα (που δεν αποκλείει το προηγούμενο) είναι:Μόνο εκείνος που αγαπά τον Ιησού μπορεί να τηρήσει το λόγο του Ιησού. Η αγάπη που προηγείται της υπακοής, που είναι προϋπόθεση υπακοής. Η υπακοή διατηρεί και προφυλάσσει την αγάπη, της δίδει συνέχεια και ασφάλεια. Αλλά η πηγή της υπακοής, το νόημά της και η εσωτερική της δύναμη βρίσκεται στην αγάπη.

 Κύριε Ιησού, πως μπορώ να Σε υπακούσω, αν δεν Σ’ αγαπώ; Μετάστρεψέ με πρώτα, φέρε με στην περιοχή της αγάπης Σου. Τότε θα μάθω να Σε υπακούω. Είμαι πολύ αδύνατος να τηρήσω το λόγο Σου, αν δεν με κρατήσει, αν δεν με βαστάξει η αγάπη Σου. Εάν η καρδιά μου δεν είναι γεμάτη από την αγάπη Σου, εύκολα θα μπορεί να μπει ο πειρασμός και να την κατακτήσει. Γι’ αυτό και Σε ικετεύω: Γέμισε την καρδιά μου όπως γεμίζουν ένα ποτήρι με νερό ως τα χείλη. Έτσι ώστε να είναι αδύνατο να χωρέσει έστω και μια ξένη σταγόνα. Μόνο η ελπίδα που έχω ότι θα μου δώσεις την αγάπη Σου με κάνει να μην απελπίζομαι. Να μη χάνω την ελπίδα μου ότι θα τηρήσω κάποια μέρα το λόγο Σου…

 Στην αμαρτωλή γυναίκα συγχωρήθηκαν πολλά, διότι «ηγάπησεν πολύ»; Ή αγάπησε πολύ, διότι της συγχωρήθηκαν πολλά; Το ελληνικό κείμενο του Ευαγγελίου αφήνει περιθώρια και για τις δύο ερμηνείες. Και η μία και η άλλη εκφράζουν μια βαθιά αλήθεια. Η πρώτη τοποθετεί την άφεση σαν απάντηση στην αγάπη. (Φυσικά αποκρούομε μιαν έννοια αγάπης που θα ήταν πρόφαση, για να καλύψει κάθε παράβαση). Ακόμη και σ’ αυτή την πρώτη ερμηνεία η αγάπη που φέρνει την άφεση είναι ήδη μια χάρη, μια πρωτοβουλία του Χριστού. Στη δεύτερη ερμηνεία, όπου η συγχώρηση γεννά την αγάπη, η πρωτοβουλία του Κυρίου παραμένει απόλυτη: Προκαλεί την πρώτη κίνηση της μεταστροφής, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει συγχώρηση. Ακολουθεί η άφεση που καθιερώνει πια τη μεταστροφή. Και τέλος η αγάπη, απάντηση της ψυχής που δέχτηκε την άφεση. Αν αγαπούσα τον Ιησού στο μέτρο της αφέσεως που μου χάρισε, σίγουρα θα γινόμουν μια γιγάντια φωτιά αγάπης.

 «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή» (Ιωάν. ιε΄, 9). Το κείμενο δείχνει καθαρά ότι δεν πρόκειται για τη δική μας αγάπη προς τον Ιησού, αλλά για την αγάπη του ίδιου του Ιησού. «Μείνατε στην αγάπη που είναι δική μου, στην αγάπη που με κινεί, στην αγάπη που εκφράζει όλη τη φύση μου». Μα η αγάπη του Ιησού είναι η πηγή και η δύναμη και της δικής μας αγάπης προς τον Ιησού.

(από το βιβλίο «Ιησούς» του Λεβ Ζιλέ, σελίδα 71- 74)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Ο Θεός μας καλεί να βασισθούμε στην αφοσίωσή μας σ’ αυτόν στις κρίσεις, για να μπορέσει να μας προσφέρει την ασφάλεια και την ελπίδα που έχουμε ανάγκη για να αντέξουμε την κρίση.

 Από τό " Αγιορείτικο Βήμα"

Ο Θεός μας καλεί να βασισθούμε στην αφοσίωσή μας σ’ αυτόν στις κρίσεις, για να μπορέσει να μας προσφέρει την ασφάλεια και την ελπίδα που έχουμε ανάγκη για να αντέξουμε την κρίση. Με άλλα λόγια ο Θεός μας καλεί να του έχουμε εμπιστοσύνη. Η πιο δύσκολη στιγμή για να εμπιστευόμαστε τον Θεό είναι όταν περνάμε μια κρίση. Ωστόσο είναι ακριβώς σ’ αυτή τη στιγμή που έχουμε περισσότερο ανάγκη αυτής της εμπιστοσύνης και είναι σ’ αυτή τη στιγμή που η εμπιστοσύνη βοηθάει περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε.
 Όταν όλα πηγαίνουν καλά, ενισχύεται πάρα πολύ το αίσθημα του νοήματος από αυτά που συμβαίνουν. Στις ώρες της κρίσης αυτή η ενίσχυση δεν υπάρχει. Αλλά όταν έχουμε πραγματική σχέση με τον Θεό, τότε αυτή η πίστη κάνει απτά αυτά που δεν είναι ορατά (Εβρ. 11, 1). Δυστυχώς σε στιγμές κρίσης τείνουμε να μην εμπιστευόμαστε αυτά τα μη ορατά που η ζωντανή σχέση με τον Θεό, δηλαδή η πίστη, τα κάνει απτά και θέλουμε αυτά που είναι ορατά. Η εμπιστοσύνη αρχίζει όταν βιώνουμε την αντίστασή μας να εμπιστευθούμε και επιλέγουμε να ενεργοποιήσουμε αυτή τη διάσταση της ύπαρξής μας που μας φέρνει σε επαφή με το μυστήριο της ζωής ή το μυστήριο του Θεού. Είναι το Πνεύμα του Θεού που μας καλεί σ’ αυτές τις στιγμές της κρίσης να κάνουμε αυτή την υπέρβαση και η δική μας επιλογή είναι ακριβώς η ανταπόκριση σ’ αυτή την κλήση.

 Συχνά ακούμε κάποιους να λένε σε ανθρώπους που περνούν μια κρίση και κάποτε ίσως το έχουμε πει και εμείς: «Τώρα είναι η ώρα να δείξεις την πίστη σου». Κάποτε το λέω αυτό και στον ίδιο τον εαυτό μου. «Τώρα είναι η στιγμή να έχεις εμπιστοσύνη αντί να σε απασχολούν αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Αυτό όμως δεν είναι ευκολότερο για μένα απ’ όσο είναι για σένα· στην πραγματικότητα να εμπιστεύομαι τον Θεό σε στιγμές έντασης είναι το πιο δύσκολο πράγμα που κάνω. Όλα μέσα μου και έξω από εμένα φαίνεται να συνωμοτούν ενάντια σ’ αυτό. Ταυτόχρονα όμως βλέπω ότι να εμπιστεύομαι τον Θεό μπορεί να είναι και το ευκολότερο πράγμα να κάνω, αφού αρκεί μόνο να δεχθώ την κλήση Του να ρίξω σ’ Αυτόν όλες μου τις έγνοιες. Όταν το κάνω αυτό, φαίνεται να τα αναλαμβάνει όλα Εκείνος και να μου δίνει την ειρήνη «την πάντα νουν υπερέχουσαν», τουλάχιστον μερικές φορές.

(π. Φιλόθεος Φάρος, «Στου δρόμου τα μισά», εκδ. Αρμός, σ. 136-142)

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

«ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΜΕΝΑ ΘΕΕ ΜΟΥ;» - Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Από το " Αγιορείτικο βήμα"

 Πέμπτη, 10 Οκτώβριος 2013 16:09  fdathanasiou.wordpress.com
  

του μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου

Ευλογημένα γιατί! Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;». Θεέ μου, γιατί μου το έκανες αυτό; Τι σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου∙ και έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.

 Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως τα μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.

 Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στο Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιος όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιος μπορεί να μας την πει;

 Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το φτερό. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία
 Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνο εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιρασθούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.

 Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.

Η απάντηση γεννιέται μέσα μας
 Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλία και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων- των ιερών απαντήσεων που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.

 Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιος σοφός; Ποιος φιλόσοφος; Ποιος ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»; Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Όχι στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις ,ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία, ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του θεού.

Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
 Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για το θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε∙ και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε ,το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για τη ζωή και θάνατο- μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα . Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα . Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.

 Στο διάβα της, η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν», συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτό τον κόσμο , προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό.

 Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη, υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στο διάλογο με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνο η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Η μοναδική ευκαιρία
 Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, τη δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση , δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος∙ όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία . Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερα από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.

 Ο θάνατος , ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα ,αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που με άλλο τρόπο δεν μπορούν να ιδωθούν. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις∙ αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.

 Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς: συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.

 Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι και αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής . Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξη Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.

 Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με το δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες» που νομίζουμε πως Αυτός μας κάνει.

 Πριν από λίγες μέρες με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα , που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.

- Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτό τον κόσμο.

 - Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα ,Θεέ μου;»

 - Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου;». Και δεν περιμένω το θάνατό μου ,αλλά προσδοκώ το φωτισμό μου!

Από το βιβλίο: «ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
 Άνθρωπος μεθόριος Από τα αναπάντητα διλήμματα Στα περάσματα της «άλλης λογικής»
 Εκδόσεις: «Εν πλω»

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

Απο τό "Αγιορείτικο Βήμα"



 Παρασκευή, 04 Οκτώβριος 2013 11:45  agios-dimitrios.blogspot.gr
  

Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που απασχόλησαν και απασχολούν την ανθρωπότητα είναι αυτό που έχει να κάνει με το ποιος αληθινά είναι ο Χριστός. Το ερώτημα αυτό το έθεσε πρώτος ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές Του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;» και «Υμείς δε τίνα με λέγεται είναι;» (Ματθ. 16, 14-15). Το έθεσαν όμως και στους Φαρισαίους, λίγο πριν το τέλος της επίγειας δράσης Του: «Τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; Τίνος υιός εστι;» (Ματθ. 22, 42). Και θέτει αυτό το ερώτημα ο Χριστός γιατί θέλει να τους δείξει ότι στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, όχι όμως με τον τρόπο που οι Φαρισαίοι τις ερμήνευαν, δηλαδή ανθρωποκεντρικά, αλλά με τον τρόπο του Θεού.

 Οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσσία ως εκείνον που θα οδηγούσε τον λαό του στην δόξα. Που θα αναδείκνυε την περιουσιότητά του. Που θα έδινε την πνευματική και την κοσμική εξουσία σε όσους τον αποδέχονταν. Ο Χριστός όμως μιλά για την Θεανθρώπινη φύση του Μεσσία. Ότι δεν ήταν μόνο ένας τέλειος άνθρωπος, μία ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά ότι ήταν ο Ίδιος ο Θεός που θα προσλάμβανε την ανθρώπινη φύση και, επομένως, ό,τι θα πρόσφερε, δεν επρόκειτο να περιοριστεί στον ιουδαϊκό λαό. Θα ήταν δωρεά και ευλογία για όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς, με υπέρβαση του χρόνου και των δεδομένων μέσα από τα οποία οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή.

 Το ερώτημα επανέρχεται στην εποχή μας. Οι άνθρωποι βεβαίως, στην πλειονοψηφία τους, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το πρόσωπο του Χριστού. Τον θεωρούν μία ξεχωριστή προσωπικότητα, που δίδαξε την αγάπη και προσέφερε κοινωνικά στον κόσμο, ίδρυσε μία θρησκεία, από την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του, χαίρεται έθιμα και παραδόσεις, στρέφεται και λίγο εντός του μέσα στην τύρβη της ζωής, λαμβάνει οικονομική και κοινωνική βοήθεια και συμπαράσταση.

 Οι άνθρωποι βλέπουν τους συνεχιστές του Χριστού που είναι η Εκκλησία, οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι μοναχοί. Έχουν λαμβάνειν στην καλύτερη περίπτωση. Αλλιώς θεωρούν ότι ο Χριστός και η Εκκλησία είναι κατάλοιπα ενός παρελθόντος, η στάση έναντι των οποίων αφορά στην ιδιωτική ζωή του καθενός και δεν πρέπει η συντεταγμένη μορφή κοινωνικής ζωής, που είναι το κράτος και η πολιτεία, να ασχολείται με τέτοιες πεποιθήσεις.

 Όμως ο Χριστός είναι παρών και θα είναι «νυν και αεί» στη ζωή του κόσμου. Και θα συνεχίσει να θέτει το ερώτημα «τι ημίν δοκεί περί Αυτού». Και θα μας υπενθυμίζει, μεταξύ των άλλων, τρία σημεία της δικής Του αυτοσυνειδησίας, της δικής Του ταυτότητας, τα οποία θα μας καλεί να οικειωθούμε, για να γίνουν σημεία και της δικής μας ταυτότητας ως χριστιανών. Σημεία τα οποία τον καθιστούν, κατά τον λόγο του Συμεών του Θεοδόχου στην Υπαπαντή, «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Το ίδιο και όσους Τον ακολουθούν.

 Το πρώτο ότι ο Ίδιος είναι ο Θεάνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση μας κοινωνεί με την Θεία στο πρόσωπό Του. Δεν πιστεύουμε σε μια Ιδέα, σε ένα κήρυγμα, σε μια διδασκαλία περί του Θεού, αλλά στον Ίδιο το Θεό που είναι πρόσωπο, προσέλαβε την ανθρώπινη υπόσταση και μας οδηγεί στην θέωση, στην αιώνια κοινωνία μαζί Του στη ζωή της Εκκλησίας. Για να γίνει όμως αυτός ο δρόμος βίωμα, χρειάζεται να θυμίζουμε στους εαυτούς μας τις δωρεές και τα χαρίσματα που έχουμε λάβει από Αυτόν. Το κατ’ εικόνα μας. Την πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Αυτή η πορεία όμως προϋποθέτει υπέρβαση της θέασης του κόσμου και της ζωής με γνώμονα τον ορθολογισμό και τις αισθήσεις μας. «Δεν βλέπω το Θεό». «Ο Θεός είναι δημιούργημα του ανθρώπινου νου». Είναι δύο προτάσεις που εκπορεύονται από τα στόματα και τις καρδιές πολλών ανθρώπων σήμερα. Έχουν εγκλωβιστεί στη λογική. Έχουν εγκλωβιστεί στη γνώση δια των αισθήσεων. Και έχουν αφήσει στην άκρη το άνοιγμα που η καρδιά του ανθρώπου καλείται να κάνει, για να συναντήσει το Θεό. Άνοιγμα προσευχής. Άνοιγμα αγάπης. Άνοιγμα εμπιστοσύνης. Άνοιγμα υπέρβασης του εγώ.

 Το δεύτερο ότι δεν μας έταξε κάποια εξουσία. Δεν μας έταξε την αποδοχή από τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μαρτύριο ήταν και είναι ο δρόμος στον οποίο καλούμαστε να προχωρήσουμε, αν Τον αποδεχθούμε. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των λογισμών της αμφιβολίας. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των δικαιωμάτων. Μαρτύριο από τις επιθέσεις του κοσμικού πνεύματος. Μαρτύριο από το μίσος των ανθρώπων προς Εκείνον, εξαιτίας του πονηρού και από την μεταφορά αυτού του μίσους και προς εμάς. Μαρτύριο από την δυσκολία του εαυτού μας να επιλέξει το δρόμο της συγχώρεσης, του μη καταλογισμού και της μη απόρριψης των άλλων. Μαρτύριο από τις επιθέσεις του θανάτου, με όλες του τις μορφές, σωματικές, πνευματικές, κοινωνικές, υλικές, πνευματικές, που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε «πού είναι ο Θεός». Μαρτύριο από τις αγωνίες που μας προσθέτουν οι βιοτικές μέριμνες και η διάσπαση από τον χρόνο. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των Ισχυρών που ζητούν να μας υποχρεώσουν να εγκαταλείψουμε την πίστη μας, αντί πινακίου φακής. Μαρτύριο μοναχικότητας σε μια εποχή που δεν θέλει Θεό. Και η φύση μας αρέσκεται στην εξουσία. Στην καταξίωση. Την αποδοχή. Κι αυτό αυξάνει την ένταση του μαρτυρίου. Όμως αυτό το μαρτύριο εμπεριέχει την χαρά της δικής Του συμπαράστασης. Της δικής Του φώτισης. Της δικής Του παρουσίας, που μας δίνει τη δυνατότητα να αντέχουμε. Αρκεί να Τον ζητούμε και να Τον εμπιστευόμαστε.

 Το τρίτο ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10,36). Η αδυναμία πολλές φορές, τόσο η δική μας, όσο και των άλλων χριστιανών, να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο. Να συμπαρασταθούμε. Να έχουμε κοινή πορεία. Να προσανατολίσουμε τη ζωή στο Χριστό και στην αγάπη. Βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του να σκέπτεται διαφορετικά. Να μην είναι σε θέση να ακούσει τον αδελφό του. Να μην είναι σε θέσει να κατανοήσει και να θελήσει να συνάρει τον σταυρό του. Να βιώνουμε μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα μια μοναξιά. Να μην υπάρχει η θυσιαστική αγάπη, αλλά να πρυτανεύει ο εγωισμός. Και πρωτίστως, ο καθένας να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, χωρίς να είναι σε θέση ή να θέλει να μοιραστεί με τον άλλο ό,τι τον βαραίνει, αλλά και την ίδια στιγμή να φορτωθεί λίγο από το φορτίο που βαραίνει τους άλλους. Γιατί, εδώ βρίσκεται και το κέντρο της αμαρτίας. Στο να μεριμνούμε μόνο για το «εγώ». Κι αυτή η μέριμνα μας γεμίζει πάθη, κακίες και απογοήτευση. Γιατί ξεκινάμε από τους άλλους και δεν βλέπουμε τη δική μας πτώση.

 Ο Χριστός για τον καθέναν μας αποτελεί μία πρόκληση. Τι είναι για μας; Η απάντηση στο ερώτημα και την πρόκληση θα μας βοηθήσει να προσανατολίσουμε τη ζωή μας είτε στην εκπλήρωση της αλήθειας του ονόματος «χριστιανός» ή στην ψευδαίσθηση ότι «είμαστε», ενώ στην πράξη η καρδία μας πόρρω θα απέχει από Εκείνον. Γιατί ο Χριστός θέλει να είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας του καθενός μας. Η σχέση όμως μαζί Του δεν μας εγκλωβίζει ούτε στο χρόνο, ούτε στα σχήματα του κόσμου τούτου. Μας δίνει τη ευλογία να Τον κοινωνούμε στην αγάπη, αλλά και να σωζόμαστε μαζί με τους άλλους. Τους αγίους και τους αμαρτωλούς. Χωρίς να χάνουμε την προσωπική μας ταυτότητα, αλλά και χωρίς να περιοριζόμαστε στο «εγώ» μας. Χρειάζεται αγώνας για να θυμόμαστε ότι ο Χριστός μας ζητά να επιστρέψουμε στο Θεό και τη σχέση μαζί Του. Να μην νομίζουμε ότι η ζωή μας θα είναι ευχάριστη και να απογοητευόμαστε μπροστά στο κάθε λογής μαρτύριο. Και να μην κλονίζεται η πίστη μας από το ότι δεν λαμβάνουμε από τους άλλους αυτό που θα θέλαμε.

 Χριστιανός σημαίνει να πιστεύεις και να ξεκινάς εσύ να ζητάς το Χριστό. Να ζητάς την αγάπη. Και Εκείνος θα σε συνδράμει, ώστε να μην νικηθείς από την απόγνωση και τον φόβο που προέρχεται από την περικύκλωση από τους ωρυόμενους λέοντες του κόσμου, του πονηρού και της αμαρτίας.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

ΓΙΑΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ;



Πέμπτη, 22 Αύγουστος 2013 18:07 iereasanatolikisekklisias.blogspot.gr/


Ο σύγχρονος κόσμος μας γεννήθηκε με το αίτημα της ανοχής, της διαφορετικότητας και της προόδου και κατέληξε στην δικτατορία της ανεκτικότητας και στην εξουθένωση του διαφορετικού. Κάθε βεβαιότητα είναι βδελυρή αμαρτία και κρίνει τον φέροντα ως ηθικά και διανοητικά υποβαθμισμένο άνθρωπο.

Δηλώνω χριστιανός ορθόδοξος. Προσπαθώ να είμαι χριστιανός ορθόδοξος. Δεν είναι δεδομένο αυτό. Θέλει πάλη, αίμα και αγωνία. Ωστόσο δηλώνω χριστιανός ορθόδοξος γιατί αυτό δεν είναι κατάκτηση μου, αλλά ο αγώνας και η αναφορά μου. Δεν θέλω να μπώ στην διαδικασία αναζήτησης δεδομένων άλλων.
Δεν πιστεύω πώς η ορθοδοξία είναι ελλιπής και θα έπρεπε να συμπληρώνεται με μικρές μικρές αλήθειες διάσπαρτες σε άλλες θρησκείες και ιδέες. Η ορθοδοξία είναι η μοναδική αναφορά μου. Η ζωή μας είναι πολύ μικρή για να την σπαταλάμε σε πειράματα. Ή θα πεθάνουμε ή θα ζήσουμε.Είναι θέμα όχι θρησκευτικό, όχι ηθικό, αλλά θέμα ύπαρξης. Και για όλο αυτό δεν νιώθω υποχρεωμένος να απολογηθώ σε κανέναν.Αγγίζω και πάω.

Αυτο όμως για την σύγχρονη κοσμοθεωρία είναι εγκλημα, πισωγύρισμα στον μεσαίωνα.Δεν μπορεί να διανοηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος, πού κρίνει τα πάντα με το μέτρο της σχετικότητας και είναι φιλύποπτος απέναντι στην κάθε σιγουριά αυτό το συναρπαστικό ταξίδι του χριστιανού.Η ομολογία του Χριστού είναι αυτόματα σημαία και σύνθημα φανατισμού. Υπάρχει ένας νόμος, φυσικός ή ηθικός δεν ξέρω πού υπαγορεύει ρητά και κατηγορηματικά: "Αφού υπάρχει το Β και το Γ, άρα ο πιστεύων στο Α είναι αξιωματικά φανατισμένος. κοντόφθαλμος. κεχωρισμένος από την λογική σειρά, επικίνδυνα αναχρονιστικός και ασύμβατος". Εναντιώνομαι σε αυτόν τον νόμο. Γιατί η κριτική θεωρία μαζί με την ανεχτικότητα γεννήθηκαν για να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την τυρρανία της αυθεντίας, της εγκόσμιας αυθεντίας και όμως στρογγυλοκάθισαν στο θρόνο της τυρανίας τους, επιβάλλοντας την σχετικότητα στα πνευματικά και στα εγκόσμια. Εναντιώνομαι στην τόσο καταναγκαστική και εξουσιαστική άποψη πού θέλει φιμωμένο τον χριστιανό, αναχρονιστή ή περιθωριακό τον χριστιανό.

Ο Χριστός δεν μας άφησε πολλές επιλογές στο να μην καταλάβουμε Ποιός είναι. Μίλησε με αυτοσυνειδησία και απολυτότητα. Προέβαλλε ως αυτοχαρακτηρισμό και αυτοπροσδιορισμό το ΕΓΩ ΕΙΜΙ. Ταυτίστηκε με το ΕΓΩ του ΘΕΟΥ την απόλυτη Αλήθεια. Αυτό οδήγησε στην θανάτωση Του ως βλασφήμου. Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να δεχτεί την απολυτότητα, το άπλετο φως. Βολεύεται όχι με την ύπαρξη-καν- αλλά με την πιθανότητα ύπαρξης άλλων ετερόφωτων σωμάτων, άλλων πηγών φωτός. Η τραγωδία του κόσμου είναι η παράδοση του στο σχετικό , αμαχητί. Γιατί η πτώση είναι παράλληλη με την σχετικότητα.

Αν ζούσε ο Χριστός σήμερα με όλες αυτές τις απολυτότητες του: "Το Εγώ ειμί το φως, η ζωή, η ανάσταση, η οδός, η αλήθεια, η άμπελος η αληθινή, ο Υιός του Ανθρώπου πού κάθεται εκ δεξιών του Θεού.... υμείς εστέ το φως του κόσμου, το άλας της γης... κλπ κλπ" πώς θα τον υποδεχόταν η ανθρωπότητα με όλο αυτό το πνεύμα ηδονής στην κριτική θεώρηση και αμφισβήτηση; Θα διερρήγνυε τα ιμάτια της ως ο Καϊάφας για την βλασφημία άρα γε; Θα ετοίμαζε σταυρό για Αυτόν πού είχε το θράσος της βεβαιότητας και της αυτοσυνειδησίας; Πόσο κόντρα θα ήταν ο Χριστός από τον κόσμο της απόλυτης αβεβαιότητας, τον κόσμο πού δεν συγχωρεί την πίστη; Τον κόσμο πού λατρεύει την σχετικότητα;Ένας ακόμα φανατισμένος στον σταυρό. Επικίνδυνος για τις αυθεντίες. Της αυθεντίες όχι πια μιας παραδεδομένης πίστης της οποίας υπερασπιστές είναι οι θεματοφύλακες της, όπως την εποχή των ιουδαίων, αλλά της αυθεντίες του Τίποτα. Για τον κοσμο το Τίποτα είναι ανώδυνο. Το συγκεκριμένο είναι επικίνδυνο και ανατρεπτικό.Και δεν υπάρχει τίποτα πιό συγκεκριμένο από μία πίστη πού ταυτίζεται με ένα Πρόσωπο. Απ'όλες τις θρησκείες μόνο η ορθοδοξία, η ορθή πίστη, ο ορθός δρόμος έχει απόλυτη αναφορά σε ένα πρόσωπο: τον Χριστό.

Για όλα αυτά η ορθοδοξία ήταν είναι και θα είναι σε διωγμό.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

«ΠΑΡΕ ΜΕ ΟΠΟΥ ΘΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΕ ΜΕ ΟΤΙ ΘΕΣ»




«Κύριε..», δηλαδή Θεέ μου
«Ιησού..», δηλαδή άνθρωπε, γιέ της Μαρίας, Θεέ και άνθρωπε μαζί.
«Χριστέ..» Σωτήρα, μου, Εσύ  που σταυρώθηκες από εμένα και γιά εμένα, και εσύ που αναστήθηκες γιά μένα καί μου άνοιξες τον δρόμο για να αναστηθώ κι εγώ.
«Ελέησόν με» Σέ παρακαλώ, κάνε στην ζωή μου να γίνει τό θέλημά Σου. Όχι απλώς να με φωτίσεις να κάνω τό θέλημά Σου, αλλά φώτισέ με νά υποστώ το κάθε Σου θέλημα. Κάνε μου να νοιώσω τό ένα απειροστό του δικού Σου έρωτα γιά μένα, μπές στήν ζωή μου και Σέ παρακαλώ πάρ’ την στά χέρια Σου, δεν την θέλω παρά μόνο για να Σού την δόσω, Αγάπη μου, Σταυρωμένη μου αγάπη, άπειρη, αιώνια, τέλεια Αυθυπερβατική, αυτοθυσιαστική, ευγενική, ταπεινή μου Αγάπη. 

 Εγώ, το κατακάθι, που εμπιστεύομαι πεσμένους ανθρώπους και πλανεμένες ιδέες, τολμώ ο τυφλωμένος και δεν εμπιστεύομαι ΤΥΦΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ Εσένα

 Εμπιστεύομαι τον άγνωστό μου οδηγό, από το απέναντι ρεύμα, πώς δεν θα πέσει επάνω μου να με σκοτώσει, και δεν εμπιστεύομαι ΕΣΕΝΑ που ευδοκείς, τόσα χρόνια, καί δεν πέφτουν επάνω μου οι οδηγοί, από απέναντι.

Μόλις γίνει κάποιος θόρυβος, ψάχνω ανήσυχος να βρώ την αιτία, ενώ γιά το θαύμα της ύπαρξής μου θεωρούσα πώς είναι προϊόν τύχης….

Εμπιστεύομαι τον φίλο μου που πιθανόν στην πρώτη δυσκολία θα μέ πουλήσει, και αγνοώ και δεν εμπιστεύομαι τον Δημιουργό μου, που αποδεδειγμένα θυσιάστηκε γιά εμένα.

Εμπιστεύομαι την δική μου πίστη πρός τον φίλο μου, που στην πρώτη δυσκολία θα τον πουλήσω, και δεν εμπιστεύομαι την δική σου πρόνοια γι αυτόν.

Μέ φοβίζει ο θάνατος και η αποσύνθεση του σώματος επειδή αυτά τα βλέπω, και δεν με φόβιζε η αποστασία μου από Εσένα, που οδηγεί στον θάνατο και στην αποσύνθεση, τώρα και μετά θάνατον, γιατί αυτά δεν είναι χειροπιαστά, ενώ εμπιστεύομαι τα ερτζιανά κύματα που κι αυτά δεν είναι χειροπιαστά…

Μεγάλη μου Αγάπη, θέλω να πάψω πλέον να είμαι αχάριστος καί αγνώμων ερωμένος, του δικού Σου απελπισμένου, μέχρι τώρα, έρωτα για μένα. Εχεις όλο τό ελεύθερο να μπείς μέσα μου, ως Σώμα και Αίμα Σου, και να μέ κάνεις σώμα Σου και Αίμα Σου. Αλλά αυτά θα τα κάνεις Εσύ. Γιατί, χωρίς Εσένα, «ου δύναμαι ποιείν ουδέν».

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ο Σταυρός χωρίς τήν ᾽Ανάσταση ἀποτελεῖ πολιτική, ὅπως καί ἡ ᾽Ανάσταση χωρίς τόν Σταυρό ἀποτελεῖ οὐτοπία.

Από το ιστολόγιο "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ"

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)



῾Οἷς (ἀποστόλοις) καί παρέστησεν ἑαυτόν ζῶντα μετά τό παθεῖν αὐτόν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις᾽ (Πρ. ᾽Απ. 1, 3)

α. Πάσχα Κυρίου καί ἀπαρχή καινούργιων ἀναγνωσμάτων στήν ᾽Εκκλησία μας – δηλωτικῶν τῆς νέας πραγματικότητας πού ἔφερε ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου στόν κόσμο. Ξεκίνημα τοῦ κατά ᾽Ιωάννην Εὐαγγελίου, ξεκίνημα τῶν Πράξεων τῶν ᾽Αποστόλων. ῞Ο,τι ἀδυνατοῦσαν νά διαβάσουν οἱ κατηχούμενοι καί οἱ πρός τό ἅγιο φώτισμα τοῦ βαπτίσματος εὐτρεπιζόμενοι ἀδελφοί: ἰδίως τό πνευματικό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, γίνεται τώρα δυνατό καί κατορθωτό, γιατί βαπτίσθηκαν τήν ἡμέρα τῆς ᾽Αναστάσεως. ῎Εγιναν μέλη Χριστοῦ, χρίσθηκαν μέ τό ἅγιο μύρο τῆς πίστεως, ἀνοίχτηκαν λοιπόν οἱ πνευματικοί ὀφθαλμοί τους γιά νά ἀκοῦνε καί νά κατανοοῦν ὅσο εἶναι δυνατόν τά ὑψιπετῆ λόγια τοῦ εὐαγγελιστῆ τῆς ἀγάπης καί νά βλέπουν νά γίνεται καί δική τους ἐμπειρία ἡ νέα ζωή πού ἔφερε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στούς μαθητές τοῦ Κυρίου καί καταγράφηκε στίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων. Στό ἴδιο βιβλίο τῶν Πράξεων ὁ ἅγιος Λουκᾶς θά σημειώσει μεταξύ ἄλλων: ῾Ο Κύριος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, παρέστησε τόν ἑαυτό του ζῶντα μετά τό Πάθος Του καί μάλιστα μέ πολλές ἀποδείξεις.

β. 1. ῾Ο Κύριος λοιπόν ἀναστήθηκε. Μπορεῖ ἡ σύλληψή Του στήν γαστέρα τῆς Παναγίας τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πολλῷ μᾶλλον ἡ ὑπερφυής Γέννησή Του, νά θεωρεῖται ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ὅμως ἐκεῖνο πού ἐπιβεβαίωσε τήν σωτηρία αὐτή καί νοημάτισε κάθε στοιχεῖο τῆς θαυμαστῆς πορείας Του στόν κόσμο ἦταν ἡ ἐκ νεκρῶν ᾽Ανάστασή Του. ῾Η ᾽Ανάσταση δηλαδή τοῦ Κυρίου εἶναι τό γεγονός πού ἀναδεικνύει καί τήν σημασία τῆς Γεννήσεώς Του κι ἐκεῖνο πού σφραγίζει τήν ἀλήθεια ὅτι ῾ὁ Θεός ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη᾽. Χωρίς τήν ᾽Ανάσταση ἡ πορεία τοῦ Κυρίου θά ἦταν ἡ πορεία ἑνός πολύ σημαντικοῦ ἀνθρώπου, ἑνός μεγάλου Προφήτη, ἀλλά πέραν τούτου οὐδέν. ῾Ο κόσμος θά ἐξακολουθοῦσε νά βρίσκεται μέσα στήν φυλακή τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας του, τῆς κυριαρχίας του ἀπό τόν θάνατο, τῆς ὑποδούλωσής του στόν Πονηρό διάβολο. ᾽Ακόμη καί ἡ Σταύρωσή Του χωρίς τήν ᾽Ανάσταση, ὅπως εὔστοχα ἔχει γραφῆ, θά κατενοεῖτο ὡς μία πράξη πολιτική. Μέ τήν ᾽Ανάστασή Του ὅμως ῾πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια᾽. Τό φῶς τῆς ζωῆς καί ἡ ἀληθινή χαρά ἔγιναν τά κυριαρχικά στοιχεῖα τοῦ κόσμου. ῞Οπως ἀκοῦμε καί ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο κανόνα ῾Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ῞Αδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν᾽.

2. Καί δέν πρόκειται γιά γεγονός πού ἀποτελεῖ καρπό τῆς φαντασίας κάποιου ἤ κάποιων ἀνθρώπων - ἀλήθεια, τί ἀνοησία νά θεωρηθῆ ὡς φαντασία ἀπό ὁρισμένους ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία κίνησε καί κινεῖ χιλιάδες ἀνθρώπους στό νά δώσουν καί τήν ζωή τους γι᾽ Αὐτόν - γιατί ἐπί σαράντα ἡμέρες ὁ ἀναστημένος Χριστός ἐμφανιζόταν στούς μαθητές Του, συνέτρωγε μαζί τους, συζητοῦσε μ᾽ αὐτούς, τούς ὁδηγοῦσε στήν βαθύτερη κατανόηση ὅσων τούς εἶχε ἀποκαλύψει. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ᾽Ανάστασή Του δέν ἦταν κάποια ἀδιόρατη παρουσία Του, κάποια ἁπλή αἴσθηση ὅτι μπορεῖ καί νά ἔχει ἀναστηθῆ, ἀλλά μία ἐπίμονη καί ῾συστηματική᾽ θά ἔλεγε κανείς ἀπό πλευρᾶς ᾽Εκείνου προσπάθεια νά δοῦν καί νά πεισθοῦν οἱ μαθητές Του – κι ὄχι μόνον οἱ δώδεκα - ὅτι ὄντως νίκησε τόν θάνατο, ὅτι ἡ ζωή κυριεύει, ὅτι ῾Αὐτός ἐστιν ἡ ζωή καί ἡ ᾽Ανάστασις᾽, ὅπως εἶχε ἀποκαλύψει στίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου. ῾Παρέστησεν ἑαυτόν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις᾽. ῎Αν μέ τήν μαρτυρία δύο ἤ τριῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά σταθεῖ ῾πᾶν ρῆμα᾽, πόσο βέβαιη καί στέρεα δέν εἶναι ἡ μαρτυρία πολύ περισσοτέρων ἀνθρώπων, ἀκόμη καί πεντακοσίων ἀδελφῶν κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, καί μάλιστα γιά μεγάλο χρονικό διάστημα! Δέν νομίζουμε ὅτι ὑπάρχουν πολλά ἱστορικά γεγονότα μαρτυρημένα τόσο πολύ καί ἐπιβεβαιωμένα μέ τό αἷμα χιλιάδων ἀνθρώπων, ὅσο ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Κι ἀκόμη, ὅπως ἔχει εἰπωθῆ: καί χωρίς νά ξέραμε τίποτε ἱστορικά γιά τήν ᾽Ανάσταση θά ἔπρεπε νά τήν ὑπονοήσουμε, ὅταν ἀπό αὐτό τό γεγονός κυρίως (εἴπαμε: ἡ ᾽Ανάσταση νοηματίζει καί τήν Γέννηση) ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία χωρίστηκε σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν.

3. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας ὅμως, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα τῆς ᾽Αναστάσεως, τήν ῾ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις᾽ βεβαιωμένη ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου ἐπί σαράντα ἡμέρες μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ᾽Αναλήψεώς Του, ὑπάρχει καί ἡ μετέπειτα ἀδιάκοπη παρουσία Του σέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία της. Πόσες φορές δέν ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος στούς ἀποστόλους Του γιά νά τούς καθοδηγήσει στά ἱεραποστολικά τους βήματα. Πόσες φορές ἡ ἐμφάνισή Του δέν ὑπῆρξε ἡ πρόκληση καί ἡ πρόσκληση γιά τήν μεταστροφή ἀνθρώπων, σάν τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά παράδειγμα, ὁ ὁποῖος κλήθηκε ἀπό τόν ἀναστημένο ᾽Ιησοῦ καθώς δίωκε τούς χριστιανούς πού εἶχαν καταφύγει στήν Δαμασκό. Πόσες φορές δέν ἔνιωσαν οἱ ἄνθρωποι τήν ῾ἐν ἐτέρᾳ μορφῇ᾽ παρουσία Του ἀπό τό ῾κάψιμο τῆς καρδιᾶς᾽ τους, σάν τούς Λουκᾶ καί Κλεόπα στήν πορεία πρός ᾽Εμμαούς.
῾Ο ἀναστημένος πιά Χριστός βρίσκεται πάντοτε σέ ὅλους τούς αἰῶνες ἀνάμεσά μας, καλώντας μας μ᾽ ἕνα μυστικό τρόπο νά ποῦμε ῾ναί᾽ στήν ἀγάπη Του, νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση Του, γιά νά γίνουμε ῞Ενα μαζί Του. ῾Η μόνη προϋπόθεση γιά νά Τόν δοῦμε καί νά βεβαιωθοῦμε κι ἐμεῖς γιά τήν ἀλήθεια τῆς ᾽Αναστάσεώς Του εἶναι νά ἀμφισβητήσουμε τό ἀπόλυτο τῶν δικῶν μας σκέψεων, νά ἀφήσουμε κάποια ρωγμή στίς ἀγκυλώσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας. ῞Οπως ὁ ῎Ιδιος τό εἶπε: ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. ῞Οποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια ἀκούει τήν φωνή μου. ῾Οπότε στήν περίπτωση αὐτή καί ἡ δική μας ἐμπειρία ἀπό τήν σχέση μας μαζί Του προσμετρᾶται στά ῾πολλά τεκμήρια᾽ τῆς ᾽Αναστάσεώς Του. Δέν ἔχει λιγότερη δύναμη ἡ ὅραση τῆς πίστεως ἀπό τήν φυσική αἴσθηση τῆς ὁράσεως. Καί μᾶλλον θεωρεῖται ἰσχυρότερη ἡ πρώτη ὅραση ἀπό τήν δεύτερη, γιατί ἔχει συνεργοῦσα καί τήν φωνή τῆς καρδιᾶς. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος ἀρνήθηκε τήν ἀναστημένη ἐμφάνισή Του στούς ἐχθρούς τῆς πίστεως. Τί λόγος θά ὑπῆρχε, παρά μόνον ἕνας κοσμικός ἐγωϊσμός, νά ἐμφανισθῆ στούς ἀντιπάλους Του; Νά τούς δείξει ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ νικητής κι ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ῾ρεβάνς᾽; Μποροῦσε νά τό κάνει, ἀλλά δέν θά ἦταν Αὐτός πού φανερώθηκε: ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσης. Οἱ ῾ἐχθροί᾽ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες τά πλανεμένα καί πονεμένα παιδιά Του! Τά περιμένει μέ ὑπομονή γιά νά τά κλείσει κι αὐτά μέσα στά καρφωμένα στόν Σταυρό χέρια Του!

4. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὑπενθυμίζει ὅμως στό ἀνάγνωσμα τῶν Πράξεων καί τό αὐτονόητο: ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ῾μετά τό παθεῖν᾽. ῾Η ᾽Ανάσταση ἦλθε μετά τήν Σταυρική θυσία Του, πού σημαίνει ὅτι Σταυρός καί ᾽Ανάσταση συνιστοῦν μία πραγματικότητα μέ δύο ὄψεις. ῾᾽Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ᾽. ῞Οποιος θά θελήσει νά ἀπομονώσει τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο διαστρέφει καί τά δύο. Τό ἀναφέραμε καί παραπάνω ὡς ἐπισήμανση ἤδη γνωστή: ῾Ο Σταυρός χωρίς τήν ᾽Ανάσταση ἀποτελεῖ πολιτική, ὅπως καί ἡ ᾽Ανάσταση χωρίς τόν Σταυρό ἀποτελεῖ οὐτοπία. ῾Ο Κύριος λοιπόν ἀνασταίνεται ἀπό τούς νεκρούς, συμπαρασύροντας στήν ἀνάσταση καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος - ἄς θυμηθοῦμε τήν εἰκόνα τῆς εἰς ῞Αδου καθόδου, κατά τήν ὁποία ὁ ἀναστημένος Κύριος πατώντας καί διαλύοντας τό βασίλειο τοῦ θανάτου ἀνασταίνει μαζί Του τούς ἐκπροσώπους μας ᾽Αδάμ καί Εὔα - ἀφοῦ ἔχει περάσει μέσα ἀπό τό καμίνι τῆς ὀδύνης τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ θανάτου. ῾Η ᾽Ανάστασή Του σημαίνει τήν κατάργηση τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, τήν θανάτωση τοῦ θανάτου, τήν καταπάτηση τοῦ διαβόλου, κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή συνιστᾶ τήν νίκη τῆς ζωῆς, τήν νίκη τῆς ἀγάπης, τήν νίκη τῆς χαρᾶς.

γ. ῾Η ᾽Ανάσταση εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἑορτή τῆς χριστιανωσύνης. Εἶναι ῾ἡ ἑορτή ἑορτῶν καί ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων᾽. Γιατί ἡ φυλακή τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου γκρεμίστηκε. Μετά τήν ᾽Ανάσταση ζοῦμε τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐλευθερίας. ᾽Ιδίως ὁ βαπτισμένος καί χρισμένος χριστιανός πού ἔχει γίνει μέλος Χριστοῦ καί ἔχει Αὐτόν παρόντα καί λαλοῦντα στήν καρδιά του σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση, κρατώντας ὅμως τήν προϋπόθεση: τήν μετοχή στόν Σταυρό, δηλαδή τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἄλλωστε λογικό: ὡς μέλη Χριστοῦ μετέχουμε σέ ὁλόκληρη τήν ζωή ᾽Εκείνου. ᾽Εκλεκτική καί ἀποσπασματική σχέση μας μαζί Του καταλαβαίνουμε ὅτι ὁδηγεῖ σέ αἵρεση, μᾶλλον συνιστᾶ ἤδη αἵρεση.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΙΟ: ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΝΕΙ




Την ώρα πού Σού κάρφωναν τα χέρια στον Σταυρό,
και δεν ζήτησες το κατά κόσμον δίκιο Σου.
Την ώρα εκείνη που αντί να τους εξαχνώσεις
βρήκες την δύναμη να τους δικαιολογήσεις καί να τούς υπερασπιστείς
με το «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασιν τι ποιούσιν»
-Γιατί, μόνο εσύ που δεχόσουν τά καρφιά τους στα χέρια Σου, θα είχε αξία να τους συγχωρήσεις.
Αν το έκανε άλλος, δεν θα είχε καμιά αξία-
Εκείνη την ώρα κέρδισες, σαν άνθρωπος την αιώνια ζωή και την Ανάσταση,
καί τίς έκανες δώρο σε εμάς που σε σταυρώσαμε.
Δέν Σού χάρισε ο Πατέρας την αιώνια ζωή. Τήν κέρδισες, γιατί Εσύ τον νίκησες τον κόσμο.
Νίκησες, δηλαδή, την κατρακύλα μας πρός το σκοτάδι και τον θάνατο, με μια αντίστροφη εκτίναξη, πέρα από το δίκιο Σου.
Αν εκείνη την στιγμή το διεκδικούσες, τώρα εμείς δεν θα ήμασταν Αθάνατοι..
Δεν θάχε ανοίξει ο δρόμος.
Γιατί, το να υπερασπίζεις το δίκιο σου, είναι της πτώσης μας και του θανάτου.
Η αγάπη που σταυρώνεται, είναι η ζωή και η Ανάσταση.
Πολύ, πολύ πιο πέρα από το δίκιο..