«Κύριε..», δηλαδή
Θεέ μου
«Ιησού..», δηλαδή
άνθρωπε, γιέ της Μαρίας, Θεέ και άνθρωπε μαζί.
«Χριστέ..»
Σωτήρα, μου, Εσύ που σταυρώθηκες από
εμένα και γιά εμένα, και εσύ που αναστήθηκες γιά μένα καί μου άνοιξες τον δρόμο
για να αναστηθώ κι εγώ.
«Ελέησόν με» Σέ
παρακαλώ, κάνε στην ζωή μου να γίνει τό θέλημά Σου. Όχι απλώς να με φωτίσεις να
κάνω τό θέλημά Σου, αλλά φώτισέ με νά υποστώ το κάθε Σου θέλημα. Κάνε μου να
νοιώσω τό ένα απειροστό του δικού Σου έρωτα γιά μένα, μπές στήν ζωή μου και Σέ
παρακαλώ πάρ’ την στά χέρια Σου, δεν την θέλω παρά μόνο για να Σού την δόσω,
Αγάπη μου, Σταυρωμένη μου αγάπη, άπειρη, αιώνια, τέλεια Αυθυπερβατική,
αυτοθυσιαστική, ευγενική, ταπεινή μου Αγάπη.
Εγώ, το κατακάθι, που εμπιστεύομαι πεσμένους ανθρώπους και πλανεμένες ιδέες,
τολμώ ο τυφλωμένος και δεν εμπιστεύομαι ΤΥΦΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ Εσένα
Εμπιστεύομαι τον άγνωστό μου οδηγό, από το
απέναντι ρεύμα, πώς δεν θα πέσει επάνω μου να με σκοτώσει, και δεν εμπιστεύομαι ΕΣΕΝΑ που
ευδοκείς, τόσα χρόνια, καί δεν πέφτουν επάνω μου οι οδηγοί, από απέναντι.
Μόλις γίνει
κάποιος θόρυβος, ψάχνω ανήσυχος να βρώ την αιτία, ενώ γιά το θαύμα της ύπαρξής
μου θεωρούσα πώς είναι προϊόν τύχης….
Εμπιστεύομαι τον
φίλο μου που πιθανόν στην πρώτη δυσκολία θα μέ πουλήσει, και αγνοώ και δεν
εμπιστεύομαι τον Δημιουργό μου, που αποδεδειγμένα θυσιάστηκε γιά εμένα.
Εμπιστεύομαι την
δική μου πίστη πρός τον φίλο μου, που στην πρώτη δυσκολία θα τον πουλήσω, και
δεν εμπιστεύομαι την δική σου πρόνοια γι αυτόν.
Μέ φοβίζει ο
θάνατος και η αποσύνθεση του σώματος επειδή αυτά τα βλέπω, και δεν με φόβιζε η
αποστασία μου από Εσένα, που οδηγεί στον θάνατο και στην αποσύνθεση, τώρα και
μετά θάνατον, γιατί αυτά δεν είναι χειροπιαστά, ενώ εμπιστεύομαι τα ερτζιανά κύματα
που κι αυτά δεν είναι χειροπιαστά…
Μεγάλη μου Αγάπη,
θέλω να πάψω πλέον να είμαι αχάριστος καί αγνώμων ερωμένος, του δικού Σου
απελπισμένου, μέχρι τώρα, έρωτα για μένα. Εχεις όλο τό ελεύθερο να μπείς μέσα
μου, ως Σώμα και Αίμα Σου, και να μέ κάνεις σώμα Σου και Αίμα Σου. Αλλά αυτά θα
τα κάνεις Εσύ. Γιατί, χωρίς Εσένα, «ου δύναμαι ποιείν ουδέν».