Από τόν ιστότοπο της ΟΟΔΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄. Δεν πρέπει να εμπιστευώμαστε, ούτε να δίνουμε θάρρος ποτέ στον εαυτό μας.
Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτόν σου (8), αγαπητέ μου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, που χωρίς αυτό, να είσαι βέβαιος, ότι, όχι μόνον δεν θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλ ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νού σου.
Γιατί, εμείς πράγματι, όντας φυσικά διεφθαρμένοι από τη φύσι μας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέμα και τίποτα άλλο, εμείς όμως, νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση, Πως είμαστε κάποιοι (9). Αυτό είναι ένα ελάττωμα, που πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στο Θεό, ο οποίος αγαπά να έχουμε εμείς μία γνώσι χωρίς δόλο γι αυτή την βεβαιότατη αλήθεια.
Δηλαδή, να ξέρουμε, ότι κάθε χάρι και αρετή που έχουμε, προέρχεται από αυτόν μόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού και ότι, από μας, δεν μπορεί να προέλθη κανένα καλό, ούτε κανένας καλός λογισμός, που να του αρέση. Αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να μη πιστεύουμε στον εαυτόν μας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνη στους αγαπημένους του φίλους, πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με σκληρά μαστιγώματα και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς, και πότε με άλλα μέσα, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε· με όλα αυτά, θέλει να γίνεται και από μέρους μας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε μας. Γι αυτό λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερεις τρόπους, με τους οποίους μπορείς, με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχης αυτή την αμφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.
Ο α΄ είναι το να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου (10) και να σκεφθής, ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνης κανένα καλό, για το οποίο να γίνης άξιος της βασιλείας των ουρανών.
Ο β΄ το να ζητής γι αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό Του· και αν θέλης να το πάρης, πρέπει πρώτα να σκεφθής τον εαυτό σου, όχι μόνο γυμνό από αυτή τη γνώσι του εαυτού σου, αλλά και κατά τα πάντα αδύνατο να την απόκτησεις· έπειτα, να μιλάς με οικειότητα πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας του πελάγους της ευσπλαγχνίας του, θα σου την δώση, όταν αυτός γνωρίση, μην αμφιβάλλης καθόλου, ότι θα την απολαύσεις.
Ο γ΄ τρόπος, είναι το να συνηθίσης να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνης ούτε την παραμικρή αντίστασι, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή τους συνήθεια στο να πολεμούν τις πανουργίες, τα στρατηγήματά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός· τα αναρίθμητα τεχνάσματα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στον ίδιο το δρόμο της αρετής.
Ο δ΄ τρόπος είναι, όταν πέσης σε κανένα ελάττωμα να σκεφθής καθαρά την απόλυτη αδυναμία σου· επειδή, γι αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσης, για να μάθης καλύτερα την ασθένεια σου (11) και έτσι να μάθης, όχι μόνο να περιφρονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και να θέλης να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Γιατί χωρίς αυτή την θέλησι, δεν είναι δυνατό να γίνη αυτή η ενάρετη δυσπιστία του εαυτού σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωσι και στην προλεγόμενη έμπρακτη γνώσι της δοκιμής.
Οπότε, καθ ένας βλέπει πόσο απαραίτητο είναι σ εκείνον που θέλει να ενωθή με το ουράνιο φως, το να γνωρίση τον εαυτό του, την οποία γνώσι συνηθίζει να την δίνη η ευσπλαγχνία του Θεού στους υπερήφανους και προληπτικούς, μέσα από τις πτώσεις, αφίνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωμα (από το οποίο νομίζουν Πως ημπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναμία τους, και να μη επιστεύωνται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου.
Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο άθλιο και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα άλλα μέσα, τα πιο ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενούν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωσι του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέση ο άνθρωπος σε σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και η υπερηφάνεια και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως υπόληψις, καθώς συνέβη στην Παρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παρομοίως ούτε και καμία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στη ταπεινή γνώσι του εαυτού σου, και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώση το αληθινό φως, για να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου και να μην δείχνης εμπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλης να μη πέσης πάλι και μάλιστα σε μεγαλύτερη βλάβη και φθορά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄. Δεν πρέπει να εμπιστευώμαστε, ούτε να δίνουμε θάρρος ποτέ στον εαυτό μας.
Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτόν σου (8), αγαπητέ μου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, που χωρίς αυτό, να είσαι βέβαιος, ότι, όχι μόνον δεν θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλ ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νού σου.
Γιατί, εμείς πράγματι, όντας φυσικά διεφθαρμένοι από τη φύσι μας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέμα και τίποτα άλλο, εμείς όμως, νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση, Πως είμαστε κάποιοι (9). Αυτό είναι ένα ελάττωμα, που πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στο Θεό, ο οποίος αγαπά να έχουμε εμείς μία γνώσι χωρίς δόλο γι αυτή την βεβαιότατη αλήθεια.
Δηλαδή, να ξέρουμε, ότι κάθε χάρι και αρετή που έχουμε, προέρχεται από αυτόν μόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού και ότι, από μας, δεν μπορεί να προέλθη κανένα καλό, ούτε κανένας καλός λογισμός, που να του αρέση. Αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να μη πιστεύουμε στον εαυτόν μας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνη στους αγαπημένους του φίλους, πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με σκληρά μαστιγώματα και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς, και πότε με άλλα μέσα, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε· με όλα αυτά, θέλει να γίνεται και από μέρους μας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε μας. Γι αυτό λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερεις τρόπους, με τους οποίους μπορείς, με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχης αυτή την αμφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.
Ο α΄ είναι το να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου (10) και να σκεφθής, ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνης κανένα καλό, για το οποίο να γίνης άξιος της βασιλείας των ουρανών.
Ο β΄ το να ζητής γι αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό Του· και αν θέλης να το πάρης, πρέπει πρώτα να σκεφθής τον εαυτό σου, όχι μόνο γυμνό από αυτή τη γνώσι του εαυτού σου, αλλά και κατά τα πάντα αδύνατο να την απόκτησεις· έπειτα, να μιλάς με οικειότητα πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας του πελάγους της ευσπλαγχνίας του, θα σου την δώση, όταν αυτός γνωρίση, μην αμφιβάλλης καθόλου, ότι θα την απολαύσεις.
Ο γ΄ τρόπος, είναι το να συνηθίσης να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνης ούτε την παραμικρή αντίστασι, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή τους συνήθεια στο να πολεμούν τις πανουργίες, τα στρατηγήματά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός· τα αναρίθμητα τεχνάσματα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στον ίδιο το δρόμο της αρετής.
Ο δ΄ τρόπος είναι, όταν πέσης σε κανένα ελάττωμα να σκεφθής καθαρά την απόλυτη αδυναμία σου· επειδή, γι αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσης, για να μάθης καλύτερα την ασθένεια σου (11) και έτσι να μάθης, όχι μόνο να περιφρονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και να θέλης να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Γιατί χωρίς αυτή την θέλησι, δεν είναι δυνατό να γίνη αυτή η ενάρετη δυσπιστία του εαυτού σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωσι και στην προλεγόμενη έμπρακτη γνώσι της δοκιμής.
Οπότε, καθ ένας βλέπει πόσο απαραίτητο είναι σ εκείνον που θέλει να ενωθή με το ουράνιο φως, το να γνωρίση τον εαυτό του, την οποία γνώσι συνηθίζει να την δίνη η ευσπλαγχνία του Θεού στους υπερήφανους και προληπτικούς, μέσα από τις πτώσεις, αφίνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωμα (από το οποίο νομίζουν Πως ημπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναμία τους, και να μη επιστεύωνται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου.
Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο άθλιο και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα άλλα μέσα, τα πιο ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενούν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωσι του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέση ο άνθρωπος σε σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και η υπερηφάνεια και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως υπόληψις, καθώς συνέβη στην Παρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παρομοίως ούτε και καμία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στη ταπεινή γνώσι του εαυτού σου, και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώση το αληθινό φως, για να γνωρίσης την μηδαμινότητά σου και να μην δείχνης εμπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλης να μη πέσης πάλι και μάλιστα σε μεγαλύτερη βλάβη και φθορά